τούβλ

τούβλ
το / τούβουλον, ΝΜ
η πλίνθος
νεοελλ.
μτφ. αμαθής, αμόρφωτος άνθρωπος («αυτός, παιδί μου, είναι ένα τούβλο και μισό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tubulus, υποκορ. τού tubus «σωλήνας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”